ΟυΛαΛουμ
Ήταν σα να σε πρόσμενα κυρά,
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κι έλεγα: Θα 'ρθει απόψε απ' τα νερά, κι από τα δάσα!
Θα 'ρθει αφού φλετράει μου η ψυχή
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι,
και θα μυρίζει φώτα [ήλιο] και βροχή το νιο φεγγάρι!...
Και να, το κάθισμά σου συγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
και να μαζί σου κιόλας αρχινώ, χρυσή, κουβέντα.
Πως να... θα μείνει ο κόσμος με το "μπα"
που μ' έλεγε τρελόν, πως είχες γίνει καπνός
και - τάχας - σύγνεφα θαμπά, προς τη σελήνη...
Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ...
Κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωϊμένα! -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα), χρυσή, κ' εσύ με μένα!...
Τόσο πολύ μ' αγάπησες, κυρά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
πάταγα γω - στραβός - μες στα νερά; κ' εσύ κοντά μου!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου